- άταιρος
- η , ο1) непарный; 2) не имеющий пары (о животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άταιρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει το αντίστοιχό του, που δεν έχει το ταίρι του, μονός 2. αυτός που δεν έχει σύντροφο στη ζωή του 3. ασύγκριτος, απαράμιλλος … Dictionary of Greek